2008/02/13

Φωτεινή Κουκίδα

ξύπνησες πολύ απότομα, νοιώθεις τα μάτια σου κατακόκκινα, υγρά, η ματιά σου πέφτει ψυχρή στο παλιωμένο ταβάνι, ρίχνεις μερικές ματιές αριστερά και δεξιά προσπαθώντας να πείσεις τον εαυτό σου ότι δεν κοιμάσαι, είναι ακόμα σκοτεινά, τον νοιώθεις δίπλα σου, ακούς την ανάσα του, μες την μονοτονία του σκοταδιού ίσα που διακρίνεται το πρόσωπό του, ένα ειρωνικό, ένα ευτυχισμένο χαμόγελο έχει σκορπιστεί παντού πάνω του λες και βλέπει κάποιο φανταστικό όνειρο, πώς μπορεί άραγε; στρίβεις αλλού τη ματιά σου αναζητώντας απεγνωσμένα το πακέτο σου

δεν αργείς να το ανακαλύψεις, μια δέσμη φωτός λούζει όλο το δωμάτιο καθώς το ανάβεις, τώρα μπορείς να ξεχωρίσεις καλύτερα, κοιμάται ακόμα και δείχνει τόσο ευτυχισμένος, πώς μπορεί άραγε; παίρνεις μια βαθιά ανάσα ρουφώντας αυτό τον γευστικό καπνό, νοιώθεις τελείως χαμένος, προσπαθείς να συνειδητοποιήσεις, προσπαθείς να καταλάβεις, το κεφάλι σου ακόμα πονάει, φαίνεται θα κατέβασες πολλά χτες, το βλέμμα σου είναι χαμένο, προσπαθείς να βρεις κάτι ν' αποσπαστείς, κάτι να στηριχτείς, στριφογυρίζεις το χέρι σου και ένα αχνό χαμόγελο σχηματίζεται καθώς παρατηρείς τη μικρή φωτεινή κουκίδα να παίζει με το άπλετο σκοτάδι που κυριαρχεί στο δωμάτιο, το χαμόγελο εξαφανίζεται αμέσως, η σκέψη σου αρχίζει να τρέχει, με μια παρόμοια φωτεινή κουκίδα έπαιζες και πριν, πριν μερικές ώρες, μόνο που χάθηκε βίαια στο νεανικό σώμα, πώς μπορέσατε άραγε; γυρνάς και τον κοιτάς, νοιώθεις μια αποστροφή καθώς παρατηρείς το σώμα σου να ακουμπά το δικό του, δύο σώματα που χάνουν σιγά σιγά κάθε ίχνος νιότης

όμως ήταν τόσο νέο, τόσο γεμάτο ζωή, ζηλέψανε και θέλησαν να σου πάρουν, να σου ρουφήξουν όλη τη ζωντάνια που είχες μέσα σου, δεν ήταν η πρώτη φορά άλλωστε, γύρισες αλλού, το σβήνεις και ανάβεις άλλο, πώς είναι δυνατόν να έχεις καταντήσει έτσι; πώς; προσπαθείς να θυμηθείς τον εαυτό σου τότε, τότε που ήσουν γεμάτος ζωή, γεμάτος χαρά, γεμάτος υγεία, τότε που η ψυχή σου ξεχείλιζε από αγάπη και καλοσύνη, τότε που δεν ήσουν ικανός να τσαλακώσεις ούτε ένα φύλλο, τι είναι αυτά; σου φαίνονται τόσο χαμένα, τόσο μακρινά, τότε που ήσουν ένα παιδάκι, τώρα;

φοβάσαι τη σύγκριση, τα μάτια σου υγραίνονται, πώς είναι δυνατό εσύ που θες να πιστεύεις ότι είσαι τόσο δυνατός να νοιώθεις τώρα τόσο αδύνατος; το βλέμμα σου έχει καρφωθεί κάπου αόριστα, το χέρι σου κάνει ασυναίσθητα τη κίνηση μέχρι το στόμα, ανασαίνεις, αναστενάζεις βγάζοντας ένα πυκνό καπνό και η σκέψη σου τρέχει, γιατί να μην είναι όλα αυτά ένας εφιάλτης; γιατί να τα ζεις; πρώτη φορά, τόσο καιρό τώρα, νοιώθεις έτσι, ίσως γιατί για πρώτη φορά συνειδητοποιείς πως καταστρέφεις τον ίδιο σου τον εαυτό, το σβήνεις, ανάβεις άλλο, δεν τολμάς να ξαναπαίξεις με τη φωτεινή κουκίδα, δεν έχεις τη δύναμη, ήσουν ένα παιδί και τώρα είσαι ένας άντρας, ήσουν κάτι και τώρα είσαι ένα τίποτα, δεν θες να αισθάνεσαι αυτό το καταραμένο αίσθημα της μοναξιάς, γι' αυτό ορκίστηκες την καταστροφή, θες να δημιουργείς κι' άλλα τίποτα

όλα θα 'ταν ωραία αν δεν εμφανιζόντουσαν στο δρόμο σου αυτοί, αυτοί που σου ρουφήξαν μ' όλη τη λύσσα και τη μανία τη ζωντάνια σου, έτσι επειδή το 'θελαν αυτοί, χωρίς να σε ρωτήσουν, χωρίς να σε υπολογίσουν, χωρίς να σε σκεφτούν, πόνεσες πολύ, ένοιωσες έναν πρωτόγνωρο πόνο, έναν αβάσταχτο πόνο, όλα έγιναν κόκκινα και υγρά, προσπάθησες να καλύψεις το πρόσωπό σου καθώς πέθαινες όμως δεν σε αφήσανε, έπρεπε να νοιώσεις, έπρεπε να δεις κάθε στιγμή του θανάτου σου, κάθε στιγμή της μεταβολής σου, ό,τι αγνό είχες μέσα σου χάθηκε, σε αφήσανε μόνο σου να προσπαθείς απεγνωσμένα να στηριχτείς στις ανύπαρκτες πια δυνάμεις σου, σε αφήσανε, έτσι νόμιζες, ήταν μαζί σου κάθε στιγμή, σε παρακολουθούσανε ακόμα και στις πιο ιδιαίτερες στιγμές που δεν εξουσίαζες πια, ήθελαν να σε κάνουν όμοιό τους, έτσι επειδή τους άρεσε, επειδή ήθελαν να παίξουν μαζί σου, επειδή ήθελαν να δοκιμάσουν την δύναμή τους, σκουπίζεις τα μάτια σου, το κεφάλι σου στριφογυρίζει περισσότερο καθώς συνειδητοποιείς ότι αυτοί τα καταφέρνουν

πας να σπάσεις όταν συνειδητοποιείς ότι αυτός βρίσκεται δίπλα σου, σε καταστρέφουν μέρα με την μέρα, μέχρι που σταματάς να υπάρχεις, να αισθάνεσαι, να σκέφτεσαι, είσαι πια όργανό τους, ένα πιόνι, ένα τίποτα, σιγά σιγά αρχίζεις να συνηθίζεις αυτόν τον εξευτελισμό, αρχίζεις να παίζεις και εσύ το παιχνίδι, παίζεις με τα ζάρια των άλλων, σκέφτεσαι με τις σκέψεις των άλλων, μιλάς με τα λόγια των άλλων, πείθεσαι πως πρέπει να γίνεις και εσύ ίδιος με τους άλλους, ξεχνάς τι ήσουν, πετάς την καρδιά σου, αλλάζεις το βλέμμα και τον τρόπο κίνησης, έχεις πλέον έναν μοναδικό σκοπό, να δημιουργήσεις και εσύ όμοιούς σου, ικανοποιείσαι με το συναίσθημα ότι μπορείς και εσύ να καταστρέψεις, να παίξεις, να εξευτελίσεις, πώς μπορείς; πώς μπορούν να σε αλλάζουν; πώς σε καταντούν έτσι;

το σβήνεις και ανάβεις άλλο, είναι η πρώτη φορά που αναπολείς τον εαυτό σου, τον έχεις ξεχάσει, νόμιζες ότι τον είχες ξεχάσει μέχρι που συναντήσατε αυτόν, ήταν όπως εσύ τότε, του ρουφήξατε όλη τη ζωντάνια όπως και σένα τότε, φέρνεις στη μνήμη σου όλα όσα με βία ξέγραψες, όλα όσα με βία σου ξεγράψανε, νόμιζες πώς έβλεπες εσένα μέσα σε έναν καθρέφτη, άκουγες πάλι τις φωνές σου, έβλεπες πάλι εκείνο το πρόσωπο να πασχίζει, ν' αγωνίζεται να ξεφύγει από το αδιέξοδο που το τοποθετούσατε, να παραμορφώνεται από τις συσπάσεις, ν' αηδιάζει με όσα μπορούσε να καταλάβει ότι συνέβαιναν, το ανήμπορο να κάνει οτιδήποτε, έβλεπες εκείνο το πρόσωπο ν' αργοπεθαίνει, να ζωγραφίζεται όλος ο πόνος, εκείνος ο τρομακτικός πόνος, έβλεπες πάλι εκείνο το πρόσωπο, έβλεπες συγχρόνως τον ίδιο σου τον εαυτό, προσπαθείς να το διώξεις, μάταια, πώς είναι δυνατόν να διώξεις τον ίδιο σου τον εαυτό; νοιώθεις τώρα έναν περίεργο πόνο, αφήσατε εκείνο το προσωπάκι μόνο του, να σφαδάζει, να μην θέλει να πιστέψει, να μην μπορεί να πιστέψει στην ύπαρξη τέτοιων ατόμων όπως δεν πίστευες και εσύ ο ίδιος τότε, άφησες τον ίδιο σου τον εαυτό

πάλι, για δεύτερη φορά, μίσησες τον εαυτό σου, τι έχεις καταφέρει; τίποτα, πάντα έχεις την δικαιολογία, πάντα λες ότι δεν φταις, ότι σε κάνανε οι άλλοι έτσι, ότι φταίξανε οι άλλοι, ποτέ όμως δεν προσπάθησες να ξεφύγεις, ποτέ δεν σκέφτηκες αν έχεις την δύναμη, πώς μπορείς να φτάσεις σ' αυτό το σημείο; μισείς τον εαυτό σου, μισείς τα πάντα γύρω σου, όλα εκτός από εκείνο το πρόσωπο, αφού το κατέστρεψες νοιώθεις μια συμπάθεια γι' αυτό, μισείς τον τωρινό εαυτό σου και νοιώθεις μια συμπάθεια για τον χαμένο εαυτό σου, είναι όμως αργά, γυρνάς και τον κοιτάς, μισείς και αυτόν, πάντα τον μισούσες, ποτέ όμως δεν είχες τη δύναμη να του το δείξεις, το σβήνεις και ανάβεις άλλο, συνεχίζεις να τον παρατηρείς καθώς κοιμάται δίπλα σου, αρχίζεις να τον χαϊδεύεις, να τον χαϊδεύεις παντού με τόση τρυφερότητα που έρχεται σε αντίθεση με το ειρωνικό χαμόγελο που σχηματίζεται στο πρόσωπό σου, το σκοτάδι επικρατεί ακόμα, το έχεις φέρει κοντά στα μάτια σου και επεξεργάζεσαι την φωτεινή κουκίδα, περνάνε δύο τρία λεπτά και η ματιά σου φωτίζεται, δεν είναι πια χαμένη, κοιτάς σταθερά τη φωτεινή κουκίδα, κοιτάς εκείνον, έχεις ανατριχιάσει απ' την ψύχρα που επικρατεί, διασκεδάζεις όμως με το γεγονός ότι σε λίγες στιγμές η ψύχρα αυτή θα υποχωρήσει για πάντα, τυλίγεσαι με την κουβέρτα, τον πιάνεις αγκαλιά, κοιτάς την φωτεινή κουκίδα, μοιάζει σαν να της ψελλίζεις κάτι, το πετάς, η φωτεινή κουκίδα χάνεται προς στιγμή, κλείνεις τα μάτια και σχηματίζεις ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπό σου καθώς φωτίζεται...
_____________
12/13.10.1985


4 σχόλια:

{.πavλος.} είπε...

deep ... very deep !

μόνο ένα θα ήθελα να ήξερα. τί προκάλεσε αυτή την κατάδυση στα βαθιά?
στο τέλος όμως πέρνεις αέρα και είσαι free again.

Equilibrium είπε...

Μ' εσκιαξες! Μα γιατί; στο πάρτυ είχες ένα τόσο φωτεινό... χαμόγελο! κι όχι κουκκίδα. Επαναπαύομαι που είπες ότι το γραψες 2 δεκαετίες πίσω. καλά έκανες και το ανέβασες ωστόσο. Αλήθεια από τότε, τι σου'χει μεινει ακόμη ως συναίσθημα?...


φλκ :)

Hfaistiwnas είπε...

Πολύ λυπητερό όμως...

Λi είπε...

Θα ήθελα κάποια στιγμή να με κάνεις να το καταλάβω....
Έχω χαθεί...
Αυτό μόνο...
φιλί.