
τι είναι αυτό που κρατάς;
δεν είναι απίστευτα όμορφο; μου το χάρισε μία φίλη μου.
και χαμογέλασα. με όλες τις λέξεις που ακούστηκαν. μία προς μία. γνωστές λέξεις. που μοιάζουν να γίνονται άγνωστες. στο πέρασμα του χρόνου. άφησα το βλέμμα να ταξιδέψει. στα φωτάκια του δρόμου. στα φωτάκια του ουρανού. στα φωτάκια των χαμόγελων. σαν να μην είχε οροφή το αυτοκίνητο. και άρχισα να αποτυπώνω εικόνες. που άγνωστες μοιάζουν. μα τόσο γνωστές γίνονται. να αποτυπώνω χαμόγελα. που κάθε φορά μου θυμίζουν πώς τα δύσκολα και τα εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε ένα χαμόγελο. αυθεντικό. αληθινά αισιόδοξο. τις είχα ακουμπήσει στα γόνατα. και χαμογελούσα. τις αποτύπωσα σε φωτογραφία. σε εικόνες βλέμματος. που χαμογελούσε. ίσως μελαγχολικά αισιόδοξα. χαμογελούσε.
πάλι με κλειστά μάτια βγήκες. ακόμα μία. θα με βγάλεις μια φωτογραφία τώρα που οδηγώ; χαμογελάστε. και μην κλείσεις τα μάτια. χαμόγελο. σε όλες τις εικόνες που προσπερνάμε κλείνοντας τα μάτια. έστω και για ένα δευτερόλεπτο.
μιλούσαμε. για όλα τα ίδια. όλα τα διαφορετικά. όλα αυτά που μοιάζουν τόσο ίδια. τόσο διαφορετικά. για όλα τα δύσκολα που τόσο εύκολα μπορούν να γίνουν. σαν θυμάσαι να μην ξεχνάς. να χαμογελάς. σαν άρθρα και ονομασίες που καταπίνονται τόσο δύσκολα και τόσο εύκολα σαν καταπίνεις μία καραμέλα απλή.
πάμε. με περιμένουν. μισό να πάω τουαλέτα. γιατί σε καθρέφτες άγνωστους τα μαλλιά μου φαίνονται περισσότερο γκρι από ότι στον δικό μου; το άσπρο που ανακατεύεται με το μαύρο. χαμογέλασα στην εικόνα που αντίκριζα. μεγαλώνεις μικρέ. σελίδες λευκές.
πόσο αυτονόητα μοιάζουν μερικά πράγματα. από αυτά τα αυτονόητα που προσπαθώ τόσο καιρό να καταλάβω γιατί να γίνονται αυτονόητα. σαν ετικέτες μην πετάτε χαρτιά στην λεκάνη. και το μόνο που αντικρίζεις είναι μία λεκάνη γεμάτη χαρτιά. σκέφτηκα πόσο κόπο χρειάζεται κάποιος να πατήσει ένα κουμπί. να παρασύρει όλα αυτά που αυτονόητα μοιάζουν. ενώ εξαίρεση θα έπρεπε να είναι. πάντα έχω την απορία. στο σπίτι τους τα αμολάνε και όπου πάνε; και εντάξει ναι τα αφήνουν και όπου τύχει. είναι τόσο ακατόρθωτο να πατήσει κάποιος το κουμπί; από τους τόσους και τόσους που περνούν; για αυτόν ακριβώς τον λόγο. ότι δεν είναι σπίτι τους εδώ. ή είναι; χαμογέλασα. στιγμές ψιθυρίζω στο μυαλό να σταματήσει να μιλά. μα δεν με ακούει. και δεν με νοιάζει. να αλλάξω τον κόσμο όλον δεν με απασχολεί πλέον. και δεν μπορώ. νοιώθω εξακριβωμένα αδύναμος. μα όπου μπορώ να πατώ ένα κουμπί να τρέξει λίγο νερό θα το κάνω.
σαν όλα αυτά που συνηθίζουμε. να αντέχουμε. να ανεχόμαστε. ξεχνώντας ακόμα και να ψιθυρίζουμε. μα είναι τόσο απλό να πατήσεις ένα κουμπί. και να τρέξει λίγο νερό. σαν ένα ποτήρι νερό που χρειάζεται μία γλάστρα. να ανθίσει. σαν ένα δέντρο σε κάθε αυλή. σαν ένα δέντρο έξω από κάθε αυλή. που ξεχνάμε να ποτίζουμε. γιατί η φύση ξέρει. μα εμείς μοιάζει να μην μαθαίνουμε ποτέ. και όταν συνηθίζουμε τα όριά μας τα ξεχειλώνουμε ακόμα λίγο. να αντέξουμε πολλά περισσότερα. νομίζοντας πως αθάνατοι είμαστε. στο πέρασμα μίας ζωής. που ελάχιστοι μοιάζουμε στο πέρασμά της.
παρατηρούσα πρόσωπα. στην ταράτσα. τις κινούμενες εικόνες απέναντι. τόσο ίδια. τόσο διαφορετικά. ανάμεσα σε τόσο κόσμο. και αισθάνθηκα την μελαγχολική μου αισιοδοξία να χαμογελά. και πάλι. στην μοναξιά που νοιώθει κανείς. στο πέραμα του χρόνου. αδειάζοντας. γεμίζοντας. σελίδες. βλέμματα. λέξεις. χρώματα. ζωές. δύσεις. ανατολές. θανάτους. αλήθειες. βράχους. ουρανούς. ψέματα. άμμους. χαλίκια. θάλασσες. όνειρα. σκέψεις. λέξεις. ήχους. ψίθυρους. φλόγες. ανοχές. αντοχές. στάχτες. σκιές. φώτα. με πράξεις. λέξεις. χρώματα. χαμόγελα. σκέψεις. δάκρυα. ψίθυρους. γράφοντας. ζωγραφίζοντας. τσαλακώνοντας. σκίζοντας. διαβάζοντας. γεμίζοντας. σελίδες. τόσο άδειες. τόσο γεμάτες. ακούμπησα σελίδες λευκές.
δύο πενήντα δύο. σελίδες λευκές. σε εκατόν είκοσι έξι. φύλλα χαρτιού. άσπρα. τις μέτρησα. μία προς μία. δύο φορές. σαν γύρισα σπίτι. χαμογελώντας καθώς μετρούσα. και μισή να ήταν. και χίλιες. το ίδιο θα χαμογελούσα. να νοιώσω απλά τον κόπο που έκανες. την σκέψη και μόνο. να τις ενώσεις μία μία. να τις τυλίξεις με αυτήν την γλυκύτητα σκέψης. τόσο γνωστής. τόσο άγνωστης. στο πέρασμα του χρόνου. και να μου τις χαρίσεις. ήθελα να σου ψιθυρίσω τόσα ευχαριστώ. από αυτούς τους ψίθυρους που κάνουν τις φωνές σιωπή. και χαμογελούσα. αμήχανα. τις συνάντησαν το βλέμμα μου σαν το κρατούσες. σαν το ακούμπησες στην μεριά σου. μα δεν πέρασε καν σκέψη από το μυαλό. και χαμογέλασες. με αυτόν τον τρόπο που χαμογελούν καθάρια βλέμματα φωτεινών ψυχών. τόσο καθαρά πρόσωπα. άνοιξέ το. και το έσπρωξες απαλά προς το μέρος μου. να μου χαρίσεις όλα αυτά που πολλές φορές αισθάνομαι να ξεχνώ. στο πέρασμα του χρόνου. να μου θυμίσεις πώς μία έκφραση κουρασμένη μπορεί τόσο να φωτιστεί από μία απλή σελίδα λευκή. σαν χαρίζεται με αυτήν την καθάρια αλήθεια συναισθημάτων.
πόσο σε ευχαριστώ. και σαν αφεθεί. ένα γέλιο. ένα χαμόγελο. ένα δάκρυ. να χαμογελάσεις απλά. με αυτόν τον τρόπο που χαμογελούν καθάρια βλέμματα φωτεινών ψυχών. άγνωστων βλεμμάτων. που γνωστά γίνονται. καθώς γνωστά μοιάζουν να είναι. πόσο σε ευχαριστώ.